Το “ιερό δισκοπότηρο” της κυβερνητικής ρητορικής, οι παράμετροι της επιστροφής της Ελλάδας σε ένα στάτους “πρώτης” ταχύτητας σε σχέση με το αξιόχρεο και η πολιτική κόντρα.
Σε “ιερό δισκοπότηρο” για την πολιτική ρητορική της κυβερνώσας παράταξης εξελίσσεται το θέμα της επενδυτικής βαθμίδας, που προσπαθεί να καταδείξει, ότι ο μόνος εγγυητής της ανάκτησής της, που θα σηματοδοτήσει την ολική επιστροφή της χώρας σε μια πλήρη κανονικότητα διεθνούς δανεισμού από τις αγορές, είναι η ίδια. Βέβαια, όπως φαίνεται από τη μέχρι τώρα “ακτινογραφία” που έχουν κάνει οι διεθνείς οίκοι, βασικές παράμετροι της επιστροφής της Ελλάδας σε ένα στατους “πρώτης” ταχύτητας σε σχέση με το αξιόχρεο, είναι η προσήλωση σε δημοσιονομική σταθερότητα αλλά και τα χαρακτηριστικά βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών και του χρέους, αλλά και της αναπτυξιακής πορείας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση S&P ένα από τα “συν” της όλης διαδικασίας είναι ότι “το προφίλ του Χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων, παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως”. Βέβαια, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ο όγκος του χρέους παραμένει μεγάλος και γιαυτό η όποια βιωσιμότητά του εξαρτάται, πέρα από το προφίλ του (ωριμάνσεις και πληρωμές) και από την πορεία της ανάπτυξης και των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Γιαυτό, άλλωστε, οι θεσμοί, για την τρέχουσα δεκαετία, θεωρούν ότι θα πρέπει η Ελλάδα να πετυχαίνει ολοένα ψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, έτσι ώστε το 2033, οπότε και τελειώνει το “κέλυφος” πυ εξασφαλίζει μειωμένους τόκους από τα δάνεια του EFSF, να έχει ρίξει το Χρέος της στο 125,4% του ΑΕΠ. Είναι ενδεικτικό ότι από το 2027 και μετά, ως βασικό σενάριο στόχων μπαίνουν πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3%. Για να μην έλθει, λοιπόν, ακραία λιτότητα, θα πρέπει να διασφαλιστεί υψηλή ανάπτυξη που επιτρέπει υψηλά πλεονάσματα. Κι όλα αυτά σε μια δεκαετία όπου προβλέπεται τα επιτόκια να είναι σε επίπεδο τουλάχιστον υψηλότερα από τα σχεδόν μηδενικά των προηγούμενων χρόνων. Δηλαδή προβλέπεται με βάση όσα έχουν πει και διεθνείς οργανισμοί (π.χ, το ΔΝΤ στην τελευταία του σύνοδο) μια δύσκολη δεκαετία.
Γιαυτό άλλωστε στις προβλέψεις της και σε πραγματικούς όρους, πέρα από τον πληθωρισμό, η Κομισιόν εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία θα κινείται με ρυθμό ανάπτυξης μέχρι το 1% στο δεύτερο μισό της δεκαετίας. Βέβαια με βάση τις εκτιμήσεις της S&P, η ελληνική οικονομία θα κινηθεί με πιο μεγάλο ρυθμό, δηλαδή, με 2,5% φέτος, 2,4% το 2024, με 2,9% το 2025 και 3,1% το 2026.
Όπως σημειώνεται, επίσης, από την S&P, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εντός των επόμενων 12 μηνών στην περίπτωση που διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία. Επίσης σημειώνεται ότι μια αναβάθμιση εξαρτάται και από την προώθηση των δομικών μεταρρυθμίσεων από την επόμενη κυβέρνηση, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Στο φόντο αυτό και με βάση όσα προκύπτουν από κύκλους διεθνών αναλυτών η όποια αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στην κατηγορία επενδυτική τοποθετείται, το νωρίτερο, προς το τέλος της επόμενης χρονιάς καθώς αναμένεται να συνεκτιμήσει και τα όποια πολιτικά ρίσκα προκύψουν από τις εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση στα συν της χώρας είναι η εκπεφρασμένη άποψη των βασικών δύο μονομάχων για δημοσιονομική προσήλωση στις δεσμεύσεις έναντι των Βρυξελλών. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ το έχει καταδείξει στο κυβερνητικό του παρελθόν ενώ η τωρινή ηγεσία του Υπ. Οικονομικών έχει τονίσει με κάθε τρόπο ότι έχει βασικό στόχο τη δημοσιονομική σταθερότητα παρά τον “πακτωλό” οριόντιων παροχών το προηγούμενο διάστημα που έχουν δημιουργήσει “δυσφορία” στις Βρυξέλλες.
Στα θετικά είναι, βέβαια, ότι η Ελλάδα, μέσα από τη συμφωνία που έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση, έχει ένα μακρύ διάστημα “ασφάλειας” για το χρέος, έως και το 2032, χωρίς να έχει κίνδυνο για ένα πιστωτικό γεγονός, αλλά και με δανειακές ανάγκες χαμηλές αφού π.χ. για το 2023 δεν ξεπερνούν τα 7 δισ. ευρώ.
Όλα αυτά καταδεικνύουν, ότι πέρα από τις πολιτικές τριβές το θέμα ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας είναι κάτι που σίγουρα ξεπερνά το αν η παρούσα κυβέρνηση έχει μονοσήμαντα τα κατάλληλα διπσιτευτήρια. Γιαυτό άλλωστε και η Αξιωματική Αντιπολίτευση θέλησε να αποδομήσει την προσπάθεια “μονοπώλησης” του “Know how” επιστροφής στις αγορές με αφορμή τα όσα ανέφερε την περασμένη Παρασκευή η S&P.