O ρόλος της “μαύρης οικονομίας”
Σημαντική απόσταση, παρά την πρόοδο που έχει καταγραφεί, θα πρέπει να καλύψουν οι μισθοί στην Ελλάδα ώστε να φτάσουν τα επίπεδα των κρατών μελών του “σκληρού” πυρήνα της ΕΕ, δηλαδή των κρατών – μελών της Δυτικής Ευρώπης, αλλά και του μέσου όρο της Ε.Ε. που ανήλθε πέρυσι στα 19.083 ευρώ.
Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της Eurostat για το 2022 δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε σχέση με τους διάμεσους μισθούς στην ΕΕ, μεταξύ 9.000 και 13.000, πάνω από την Αλβανία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Β. Μακεδονία και Τουρκία, δηλαδή, που δεν είναι όμως μέλη της ΕΕ. Να σημειωθεί ότι η διάμεσος είναι η μέση τιμή μιας ομάδας αριθμών ταξινομημένων κατά μέγεθος. Είναι ο αριθμός που βρίσκεται ακριβώς στη μέση, έτσι ώστε το 50 % των ταξινομημένων αριθμών να είναι πάνω από τη διάμεσο και το άλλο 50% κάτω από τη διάμεσο.
Συγκεκριμένα, το διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα έφτανε πέρυσι τα 9.520 ευρώ, ενώ εκφρασμένο σε όρους αγοραστικής δύναμης (PPS) στα 10.841 PPS. Βάσει PPS, αυτό είναι το πέμπτο χαμηλότερο ποσό στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Βουλγαρία, τη Σλοβακία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, αν και σηματοδοτεί βελτίωση δύο θέσεων σε σχέση με το 2021. Βάσει του ύψους του ποσού, οι Έλληνες λαμβάνουν το έβδομο χαμηλότερο εισόδημα στην Ε.Ε., ξεπερνώντας πλην των παραπάνω χωρών, την Πολωνία και την Κροατία.
Να σημειωθεί ότι η απόσταση της χώρας από τον μέσο όρο της Ε.Ε. που ανήλθε πέρυσι στα 19.083 ευρώ ή 18.706 PPS είναι μεγάλη. Οι χώρες με το υψηλότερο διάμεσο διαθέσιμο εισόδημα είναι το Λουξεμβούργο (45.310 ευρώ ή 33.214 PPS), η Ολλανδία (29.537 ευρώ ή 25.437 PPS) και η Αυστρία (27.844 ευρώ ή 25.119 PPS). Ακολουθούν το Βέλγιο, η Δανία και η Γερμανία.
Βέβαια, σε αυτα τα δεδομένα, δεν ενσωματώνεται η “μαύρη οικονομία”. Να σημειωθεί ότι στο ένα πέμπτο περίπου (20,9%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας ανέρχεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα, όπως ανέφερε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο 19ο Tax Forum.
Τι λέει η ΓΣΕΕ
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, ο διάμεσος μισθός πλήρους απασχόλησης ήταν το 2021 στα 1.300 ευρώ ανά μήνα. Έτσι, κατ’ επέκταση το κατώφλι φτώχειας που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού ήταν στα 780 ευρώ, δίχως να ληφθεί υπόψη η επίδραση της ακρίβειας.
Επίσης με βάση την έρευνα έρευνα της ΓΣΕΕ και του Ινστιτούτου Εργασίας που υλοποιείται σε συνεργασία με την εταιρεία Alco και καταγράφει τις επιπτώσεις της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και ειδικότερα στη μείωση της κατανάλωσης βασικών ειδών διατροφής, καθώς και την πορεία εξέλιξης των αμοιβών και του χρόνου εργασίας των εργαζομένων. σχεδόν επτά στους δέκα δεν έχουν λάβει κάποια αύξηση στον μισθό τους φέτος.
Αναλυτικά, όπως προκύπτει από την έρευνα, το 64% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν έλαβε καμία αύξηση στο μισθό του κατά το έτος 2023 και το 34% ότι έλαβε κάποια αύξηση. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που δήλωσαν ότι έλαβαν κάποια αύξηση, είναι αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό ο οποίος αυξήθηκε κατά το έτος 2023.
Το 52% θεωρεί ότι δεν θα λάβει κάποια αύξηση στο μισθό του μετά την απόφαση για το ξεπάγωμα των τριετιών και το 26% θεωρεί ότι θα λάβει. Το γεγονός ότι το 22% επιλέγει την απάντηση «Δεν γνωρίζω», καταδεικνύει την σύγχυση που επικρατεί στους εργαζόμενους σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα.
Παράλληλα, το 72% δηλώνει ότι δεν εργάζεται παραπάνω από το κανονικό του ωράριο, ενώ το 24% δηλώνει ότι εργάζεται παραπάνω. Το 48% αυτών που αναφέρουν ότι εργάζονται παραπάνω από το κανονικό ωράριό τους δηλώνει ότι δεν αμείβεται για τις υπερωρίες του.
Πάντως, η κυβέρνηση έχει στόχο μέσα στην τετραετία της νέας διακυβέρνηση να οδηγήσει την οικονομία σε επίπεδα μέσων μισθών στα 1500 ευρώ, ενώ ήδη έχει θεσμοθετήσει τη δυνατότητα για δεύτερη απασχόληση σε άλλον εργοδότη και μέχρι το μέγιστο διάστημα των 13 ωρών ημερησίως, αν και έχει “χαλαρώσει” το πλαίσιο των υπερωριών. Βέβαια, μετά τις εργασιακές ρυθμίσεις των μνημονίων το πλαίσιο των υπερωριών έχει γίνει πιο ευέλικτο.
Στα “ψηλά” η καταναλωτική δαπάνη
Τα στοιχεία όμως αυτά “κάθονται” πάνω σε ένα σπιραλ ακρίβειας αλλά και αυξανόμενων αναγκών καταναλωτικών δαπανών. Με βάση την έρευνα για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς το 2022 (διενεργήθηκε σε δείγμα 6.196 ιδιωτικών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας) της ΕΛΣΤΑΤ, το 17,4% του πληθυσμού της χώρας απειλεί ο κίνδυνος φτώχειας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά (17,1% το 2021), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,4% του πληθυσμού (12,2% το 2021), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Επίσης, οι συνεχείς ανατιμήσεις στα είδη διατροφής, οδηγούν τα νοικοκυριά να δαπανούν όλο και περισσότερα στις συγκεκριμένες ανάγκες, αγοράζοντας ωστόσο λιγότερα αγαθά.
Σύμφωνα επίσης με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ:
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε στα 19.204,08 ευρώ (1.600,34 το μήνα), καταγράφοντας αύξηση, σε τρέχουσες τιμές 12,7% σε σχέση με το 2021. Πολύ παραπάνω, βέβαια, από την εικόνα των διάμεσων μισθών που έδωσε η ΕΛΣΤΑΤ.
Το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.289 ευρώ το μήνα.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,4% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 25,6%.
ΠΗΓΗ:news247.gr