Η ψηφιακή ασφάλεια βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, καθώς η τεχνητή νοημοσύνη επιτρέπει πλέον πιο σύνθετες και δυσδιάκριτες κυβερνοεπιθέσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, η κβαντική κρυπτογραφία προβάλλει ως μια πολλά υποσχόμενη λύση, αξιοποιώντας βασικές αρχές της κβαντικής φυσικής για σχεδόν απόλυτα ασφαλή επικοινωνία. Ωστόσο, η δημιουργία ενός πλήρως λειτουργικού κβαντικού διαδικτύου εξακολουθεί να απαιτεί σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες, όπως επισημαίνει το SciTechDaily.
Μια από αυτές τις κρίσιμες καινοτομίες φαίνεται πως επιτεύχθηκε στο Πανεπιστήμιο της Στουτγκάρδης. Ερευνητές του Ινστιτούτου Ημιαγωγικής Οπτικής και Λειτουργικών Διεπαφών (IHFG) ανακοίνωσαν μια ιστορική πρόοδο: τον πρώτο επιτυχημένο κβαντικό επαναλήπτη, μια συσκευή απαραίτητη για τη μετάδοση κβαντικών πληροφοριών σε μεγάλες αποστάσεις. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στο Nature Communications.
«Για πρώτη φορά παγκοσμίως, καταφέραμε να μεταφέρουμε κβαντικές πληροφορίες μεταξύ φωτονίων που προέρχονται από δύο διαφορετικές κβαντικές κουκκίδες», δήλωσε ο επικεφαλής της ομάδας, καθηγητής Peter Michler.
Πώς λειτουργεί η κβαντική επικοινωνία
Στη συμβατική επικοινωνία, το 0 και το 1 ταξιδεύουν μέσω παλμών φωτός. Στην κβαντική επικοινωνία, οι ίδιες τιμές κωδικοποιούνται στην πόλωση μεμονωμένων φωτονίων. Το κρίσιμο πλεονέκτημα: οποιαδήποτε απόπειρα υποκλοπής αλλοιώνει τις κβαντικές καταστάσεις, αφήνοντας σαφή ίχνη. Αυτό καθιστά την κβαντική κρυπτογραφία εξαιρετικά ασφαλή.
Γιατί είναι απαραίτητη η κβαντική τηλεμεταφορά
Σε αντίθεση με τα κλασικά οπτικά δίκτυα, η κβαντική επικοινωνία δεν επιτρέπει ενίσχυση σήματος, αφού οι κβαντικές καταστάσεις δεν μπορούν να αντιγραφούν. Έτσι, η μόνη λύση είναι η κβαντική τηλεμεταφορά – η μεταφορά της κβαντικής πληροφορίας από ένα φωτόνιο σε άλλο χωρίς άμεση αποκάλυψή της.
Για να συμβεί αυτό, απαιτούνται κβαντικοί επαναλήπτες, συσκευές που ανανεώνουν τις κβαντικές πληροφορίες προτού απορροφηθούν στην οπτική ίνα. Το μεγάλο εμπόδιο μέχρι σήμερα ήταν ότι τα φωτόνια από διαφορετικές πηγές σπάνια είναι αρκετά όμοια ώστε να «συνεργαστούν» κβαντικά.
Οι κβαντικές κουκκίδες κάνουν τη διαφορά
Η ομάδα του IHFG ανέπτυξε ειδικές πηγές βασισμένες σε κβαντικές κουκκίδες —νανομετρικές ημιαγωγικές «νησίδες» με ακριβώς καθορισμένα ενεργειακά επίπεδα. Σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Leibniz στη Δρέσδη, κατάφεραν να παραγάγουν φωτόνια εξαιρετικά όμοια μεταξύ τους, κατάλληλα για κβαντική τηλεμεταφορά.
Η πρώτη τηλεμεταφορά φωτονίων στην πράξη
Στο πείραμα, η πρώτη κβαντική κουκκίδα παρήγαγε ένα μοναδικό φωτόνιο, ενώ η δεύτερη παρήγαγε ένα ζεύγος διαπλεγμένων φωτονίων — δύο σωματίδια που μοιράζονται κοινή κβαντική κατάσταση, ανεξάρτητα από την απόσταση που τα χωρίζει.
Ένα από τα διαπλεγμένα φωτόνια κατευθύνθηκε προς την πρώτη κουκκίδα, όπου «ενώθηκε» με το μοναδικό φωτόνιο. Μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης, η πληροφορία μεταφέρθηκε στο δεύτερο φωτόνιο του ζεύγους, το οποίο παρέμενε στη δεύτερη κουκκίδα.
Καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και οι κβαντικοί μετατροπείς συχνότητας του Πανεπιστημίου του Σάαρλαντ, που εξομάλυναν ενεργειακές διαφοροποιήσεις μεταξύ των φωτονίων.
Τι σημαίνει η ανακάλυψη για το μέλλον
Το επίτευγμα θεωρείται σημαντικό βήμα προς κβαντική επικοινωνία μεγαλύτερων αποστάσεων. Στο πείραμα, οι δύο κβαντικές κουκκίδες συνδέονταν με οπτική ίνα μήκους 10 μέτρων, με τους ερευνητές να εργάζονται ήδη στην επέκταση του ορίου. Σε προηγούμενη μελέτη είχαν δείξει ότι διαπλεγμένα φωτόνια διατηρούν την κατάσταση τους ακόμη και έπειτα από μεταφορά 36 χιλιομέτρων μέσα από το αστικό κέντρο της πόλης.
Ένα ακόμη ζητούμενο είναι η βελτίωση του ποσοστού επιτυχίας της τηλεμεταφοράς, το οποίο σήμερα βρίσκεται λίγο πάνω από 70%. Οι φυσικές διακυμάνσεις στις κβαντικές κουκκίδες συνεχίζουν να επηρεάζουν την ομοιομορφία των φωτονίων, με την ομάδα να στοχεύει σε πιο ακριβή κατασκευή.
«Είναι συναρπαστικό να βλέπεις πώς πειράματα που ξεκίνησαν ως βασική έρευνα μετατρέπονται σταδιακά σε τεχνολογίες με πραγματικές εφαρμογές», καταλήγουν οι ερευνητές.
