Ενα στα πέντε παιδιά παγκοσμίως θα πέσει θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας από τη στιγμή της γέννησης μέχρι την ενηλικίωσή του, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Ο κίνδυνος δεν έρχεται από τον απειλητικό «άλλο», ούτε από τον «επικίνδυνο ξένο», αλλά από άτομα του οικείου περιβάλλοντος, με τα οποία τα θύματα ένιωθαν ασφάλεια, εγγύτητα και εμπιστοσύνη. Εννέα στις δέκα φορές ο δράστης προέρχεται από το στενό συγγενικό και φιλικό περιβάλλον του παιδιού.
Το φάσμα της κακοποίησης είναι ευρύ, όπως σημειώνει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», η Τίνια Απέργη, κλινική ψυχολόγος και επιστημονική συνεργάτις της Εταιρείας Κατά της Κακοποίησης του Παιδιού «Ελίζα», ακόμα και «η έκθεση ενός παιδιού σε πορνογραφικό υλικό θεωρείται σεξουαλική κακοποίηση και τοποθετείται στην αριστερή πλευρά του συγκεκριμένου φάσματος, ενώ στη δεξιά του πλευρά τοποθετείται ο βιασμός και η διείσδυση».
Τα στοιχεία που παραθέτει η ΕΛ.ΑΣ. για το σύνολο των σεξουαλικών εγκλημάτων κατά ανηλίκων είναι αποκαλυπτικά: το 2022 τα θύματα βιασμού κάτω των 18 ετών ανήλθαν σε 86, ενώ το οκτάμηνο του 2023 σε 54. Αντίστοιχα, πέρυσι τα παιδιά που υπέστησαν προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας ήταν 180 και το οκτάμηνο του 2023 ήταν 138. Οι υποθέσεις πορνογραφίας ανηλίκων που εξιχνιάστηκαν είχαν 17 θύματα το 2022, ενώ μόνο στους πρώτους οκτώ μήνες του 2023 ήταν ήδη 21.
Δεν έρχονται στο φως
Ωστόσο, οι υποθέσεις παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης είναι σαφώς υποκαταγεγραμμένες, λένε οι ειδικοί, με βασική αιτία την ίδια τη φύση των εγκλημάτων. «Τα περισσότερα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης δεν φτάνουν στις αρμόδιες Αρχές», επιβεβαιώνει η Τίνια Απέργη, παραθέτοντας ένα ακόμη εμπόδιο που αντιμετωπίζουν γονείς και φορείς στον αγώνα για την απόδειξη σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων: «Αν δεν υπάρχει διείσδυση, δεν υπάρχουν φυσικά ευρήματα. Αρα έχουμε τον λόγο ενός παιδιού ενάντια στον λόγο ενός ενηλίκου». Το αποτέλεσμα είναι τα παιδιά να εγκλωβίζονται στον φόβο που έχει εντέχνως και μεθοδικά δημιουργήσει ο κακοποιητής και να υφίστανται βουβά και μοναχικά το οδυνηρό βίωμα του τραύματος.
Κατά την κλινική ψυχολόγο, καθοριστικός παράγοντας για την επικράτηση του «νόμου της σιωπής» και συνεπώς της ατιμωρησίας των δραστών είναι, πέρα από τον φόβο, η ντροπή, η ενοχή αλλά και το γεγονός πως πολλά παιδιά αδυνατούν να αντιληφθούν το αποτρόπαιο της πράξης εις βάρος τους ακριβώς επειδή αυτή προέρχεται από οικεία πρόσωπα, τα οποία έχουν μάθει να εμπιστεύονται. Ταυτόχρονα, όσοι διαπράττουν σεξουαλικά εγκλήματα εις βάρος παιδιών δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για κλινική διάγνωση. «Η νόσος που ονομάζουμε παιδοφιλία προϋποθέτει ότι ο άνθρωπος που έχει αυτήν την εμπειρία νοσεί και υποφέρει. Πολύ λίγοι από αυτούς που διαπράττουν τέτοια εγκλήματα πληρούν τις προϋποθέσεις για να πούμε ότι νοσούν», εξηγεί.
Το βάθος του τραύματος
Η διάρρηξη της εμπιστοσύνης του παιδιού απέναντι στους οικείους του έχει επώδυνη επίπτωση για το ίδιο και καθορίζει τόσο την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του όσο και τις μετέπειτα διαπροσωπικές σχέσεις του. Τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με το παιδί, την ηλικία του και το είδος της κακοποίησης που έχει υποστεί. Ετσι, ένα ποσοστό θυμάτων μπορεί να εμφανίσει πιο διαταραγμένες σεξουαλικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή του. Μία ακόμη επίπτωση είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησης, η αυτοενοχοποίηση γι’ αυτό που συνέβη αλλά και το μετατραυματικό στρες από το οποίο πάσχει το μεγαλύτερο ποσοστό των θυμάτων που έχουν δεχτεί σεξουαλική επίθεση, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Η παραβίαση του σώματος από τον κακοποιητή, που αποτελεί το απόλυτο όριο, ωστόσο, συνιστά για την επιστημονική συνεργάτιδα του «Ελίζα» την πλέον τραυματική εμπειρία που μπορεί να βιώσει ένα παιδί: «Πολλές φορές αυτό συνοδεύεται με κατάθλιψη, με αγχώδεις διαταραχές, με διαταραχές στην πρόσληψη τροφής – ιδίως στα κορίτσια που αναπτύσσουν συμπτώματα ανορεξίας σε μία υποσυνείδητη ή συχνά και συνειδητή προσπάθεια να εξαφανίσουν οτιδήποτε θα τις έκανε πιο θελκτικές».
Το νομικό πλαίσιο
Για τη δικηγόρο Ασπασία Ταραχοπούλου, η οποία έχει ασχοληθεί με πληθώρα υποθέσεων παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, «οι ποινές που επιβάλλονται από το δικό μας δικαστικό σύστημα μπορεί να ακούγονται μεγάλες (π.χ. 20 χρόνια, ισόβια κ.ο.κ.), αλλά στην πραγματικότητα η έκτιση περιορίζεται σε λίγα χρόνια».
Οπως συμπληρώνει, εξάλλου, η πολιτεία οφείλει να στέκει αποφασιστικά στο πλευρό των ανήλικων θυμάτων, όπως προβλέπει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία «έχει κυρωθεί και με ελληνικό νόμο, ώστε να προστατεύει τα παιδιά, να προλαμβάνει τέτοιες καταστάσεις και να δρα αποτελεσματικά στην επανένταξη και κοινωνικοποίησή τους μετά την αποκάλυψη τέτοιων πράξεων, με ψυχολογική και οικονομική στήριξη των θυμάτων και της οικογένειάς τους». Ταυτόχρονα, συμπληρώνει η νομικός, «έχουμε διαπιστώσει ότι τα θύματα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης προέρχονται κυρίως από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και από φτωχές οικογένειες», υπογραμμίζοντας ότι για την προστασία του παιδιού είναι επιτακτική η λειτουργία ενός συνολικού μηχανισμού αποτελούμενου από το σχολείο και τις κοινωνικές υπηρεσίες, με τις τελευταίες, όμως, να είναι υποστελεχωμένες στη χώρα μας και με δράση τυπική και όχι ουσιαστική.
Ενα ακόμα καίριο ζήτημα το οποίο τίθεται από τους ειδικούς είναι ο κίνδυνος της επαναθυματοποίησης του παιδιού όταν εκείνο κληθεί να καταθέσει στις Αρχές για την κακοποίησή του. Για την Τίνια Απέργη είναι προβληματική η ύπαρξη στην Ελλάδα μόνο δύο «Σπιτιών του Παιδιού», όπου υπάρχουν καταρτισμένοι επαγγελματίες που θα εξετάσουν το θύμα, χωρίς να το επιβαρύνουν περαιτέρω ψυχολογικά, ώστε να προχωρήσει με τη σειρά της η νομική διαδικασία. Η Ασπασία Ταραχοπούλου, αναφερόμενη στους τρόπους επαναθυματοποίησης, σημειώνει πως ποικίλλουν: «Απεριόριστη δημοσιότητα και έκθεση της προσωπικής ζωής τους στα ΜΜΕ, επαναλαμβανόμενες πολύωρες και εξαντλητικές καταθέσεις στη ΓΑΔΑ και όχι στο «Σπίτι του Παιδιού» κ.ο.κ. Τα δικαστήρια, κατά κανόνα, δεν δέχονται την εξέταση του παιδιού – θύματος κατά τη διάρκεια της δίκης και απορρίπτουν τέτοια αιτήματα».
Τέλος, η Τίνια Απέργη εστιάζει στην ανάγκη εισαγωγής του μαθήματος της Σεξουαλικής Αγωγής στα σχολεία και στην ενημέρωση των παιδιών από μικρή ηλικία, προκειμένου να είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τα σημάδια της σεξουαλικής κακοποίησης και να νιώσουν πως έχουν τη δυνατότητα να μιλήσουν σε κάποιον που θα τα ακούσει, θα τα καταλάβει και θα τα βοηθήσει. «Οσο πιο γρήγορα επεξεργαστεί το θύμα το σεξουαλικό του τραύμα τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να παραμείνει λειτουργικό στην πορεία της ζωής του», καταλήγει η κλινική ψυχολόγος.