Η υπόθεση λαμβάνει χώρα στην Ανταρκτική, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του. Πιο συγκεκριμένα, τον Ιανουάριο του 1961. Πέντε Ρώσοι ερευνητές διαμένουν στο σταθμό επιστημονικής έρευνας του Νταλεκό, στην περιοχή της Ανταρκτικής που οι γεωγράφοι αποκαλούν ΄΄πόλο απροσπελασιμότητας».. Το Κόμμα τους έχει αναθέσει την αποστολή να δηλώνουν με την παρουσία τους ότι οι Σοβιετικοί διαθέτουν προηγμένη τεχνολογία για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών στο Νότιο Πόλο. Το γεγονός ότι μέσα σε αυτές τις καιρικές συνθήκες είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε έρευνα, περνάει σε δεύτερη μοίρα. Σημασία έχουν οι εντυπώσεις. Και οι εντυπώσεις λένε ότι οι Σοβιετικοί έχουν ένα σταθμό σε αυτό το γεωγραφικό σημείο, στο οποίο είναι σχεδόν αδύνατον να πλησιάσεις. Ακόμα και τα αεροπλάνα που τους πετούν προμήθειες, βάσει συντεταγμένων, δυσκολεύονται να το πλησιάσουν. Σε αυτό το απομακρυσμένο,λοιπόν, γεωγραφικό σημείο, μακριά από κάθε ίχνος πολιτισμού, διαμένουν πέντε Ρώσοι ερευνητές, με διαφορετική ειδικότητα ο καθένας, που όμως ακριβώς λόγω των καιρικών παγωμένων συνθηκών, δεν μπορούν να κάνουν καμμία απολύτως έρευνα.
Εγκλωβισμένοι στην μικρή βάση, που ουσιαστικά αποτελείται από ένα κατάλυμα και δυό αποθηκευτικούς χώρους, υπό την εποπτεία του Αντόν Λουμπάτσεφ, που είναι ο αρχηγός, ονειρεύονται τι θα κανουν όταν τελειώσει η αποστολή τους εκεί, όταν επιστρέψουν κάποια στιγμή πίσω στην πατρίδα. Ονειρεύονται δόξες, τιμές, παράσημα και μια γενναία σύνταξη.
Όλα αυτά, βέβαια, ανάμεσα σε ατέλειωτες παρτίδες σκάκι, κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων βότκας, και λεκτικές αψιμαχίες μεταξύ τους, διότι ως γνωστόν, χειρότερο από το να κλείσεις πέντε διαφορετικούς ανθρώπους σε έναν μικρό χώρο , δεν υπάρχει. Εν πάσει περιπτώσει, μέσα σε αυτές τις κάθε άλλο παρά ειδυλιακές συνθήκες ζωής, ένα πρωινό, ή κάτι που μοιάζει με πρωινό, εφ’ όσον ο χρόνος στην Ανταρκτική μοιάζει ακίνητος, ο αρχηγός της αποστολής ξυπνάει και αντικρύζει τον Νικολάι, το δεύτερο μέλος της αποστολής, ξαπλωμένο, νεκρό, με ανοιγμένο το κεφάλι από ένα τσεκούρι που ακόμα είναι σφηνωμένο πάνω στο κεφάλι του, αφού του το άνοιξε στα δύο ένα άλλο μέλος της αποστολής. Υπεύθυνος γι΄αυτό, ο Βαντίμ, ο τρακτερίστας της ομάδας. Εχοντας πιεί μεγάλες ποσότητες βότκας, κάθησαν να παίξουν μια παρτίδα σκάκι, και ο Βαντίμ πιστεύοντας ότι ο Νικολάι τον κλέβει, πήρε το τσεκούρι και του άνοιξε το κεφάλι. Από εκεί και πέρα τα ακινητοποιημένα γεγονότα αρχίζουν να τρέχουν, για να καταλήξουν σε αυτό που γράψαμε στην αρχή: ΄΄Ο νικητής τα παίρνει όλα΄΄: δόξα, παράσημα, τιμητική σύνταξη, αναγνώριση πίσω στην Σοβιετική πατρίδα.
Ο Ολιβιέ Μπλές έγραψε ένα πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα. Μέσα από μια ιστορία, φαινομενικά άσχετη, σχολιάζει την φύση του ανθρώπου, που αναγκάζεται να υπερβεί τον εαυτό του για να τα βγάλει πέρα σε δύσκολες συνθήκες, σε συνθήκες που τον ξεπερνούν, αναγκάζοντας το θηρίο που κρύβεται μέσα του να βγεί στην επιφάνεια, για να μπορέσει να επιβιώσει. Ο συγγραφέας κανει και μια πλάγια κριτική στο σοβιετικό σύστημα, στην δημοσιουπαλληλική του νοοτροπία, καθώς και στην δυσκολία συνύπαρξης διαφορετικών ανθρώπων σε ένα κλειστό περιβάλλον για μεγάλο διάστημα. Ένα μυθιστόρημα με μια μεγάλη ανατροπή στο τέλος, που διαβάζεται γρήγορα και εύκολα, αιφνιδιάζοντας με την εξέλιξή του τον αναγνώστη. Εχει ρυθμό που κρατάει σε εγρήγορση τον αναγνώστη.
Ο Ολιβιέ Μπλές ,γεννημένος το 1970, είναι πολυγραφότατος και καταξιωμένος Γάλλος συγγραφέας. Εχει γράψει μυθιστορήματα, δοκίμια, ταξιδιωτικά, και άλλα. Εχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία, μεταξύ των οποίων δύο βραβεία της Γαλλικής Ακαδημίας, και του έχει απονεμηθεί ο βαθμός του Αξιωματικού στο Τάγμα των Τεχνών και των Γραμμάτων-υψηλή τιμητική διάκριση η οποία δίδεται από το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας σε σημαίνοντα πρόσωπα της τέχνης και του πολιτισμού. Είναι, όπως λέει ο ίδιος, περιπατητής μεγάλων αποστάσεων και μέλος της Εταιρίας Γάλλων Εξερευνητών.
Η μετάφραση είναι της Κατερίνας Γουλά.
Για το βιβλίο έγραψαν:
«Η µετάφραση της Κατερίνας Γουλά βοηθάει να νιώσουµε το κρύο και την αγωνία, οι εκδόσεις Κέδρος συνεχίζουν την παράδοση που έχουν στην καλή λογοτεχνία, κι εγώ, ένας επίµονος αναγνώστης, εξακολουθώ να προτείνω βιβλία που πιστεύω ότι αξίζει να διαβαστούν», Αρης Σφακιανάκης-Athens Voice.