Ο John Cale σπούδασε βιόλα στην γενέτειρα του Ουαλία και έγινε μέλος της Εθνικής Ορχήστρας Νέων της, συνέχισε με ανώτερες σπουδές θεωρητικών αλλά και ερμηνείας πρώτα στο Λονδίνο και μετά στις ΗΠΑ με τους σπουδαίους πρωτοπόρους Aaron Copland και John Cage, ήταν συνιδρυτής με τον αείμνηστο Lou Reed στη Νέα Υόρκη των τόσο καινοτόμων εφ’ όλης της ύλης Velvet Underground που άσκησαν τεράστια επίδραση σε πάρα πολλά μεταγενέστερα rock συγκροτήματα και μουσικούς και από το 1970 ακολουθεί μια έμπλεη ποικιλίας προσωπική διαδρομή.
Μετά από επτά χρόνια δισκογραφικής σιωπής πέρυσι τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το «Mercy», κατά γενική ομολογία ένα αριστούργημα. Δέκα πέντε μήνες αργότερα επανέρχεται με το δέκατο έκτο προσωπικό album του «POPtical Illusion» που είναι αναλόγου υψηλοτάτου επιπέδου. Η πανδημία λειτούργησε καταλυτικά σε πολλά επίπεδα για τον John Cale και η αντίδραση του σε αυτήν ήταν να γράψει στο διάρκεια της καραντίνας περισσότερα από ογδόντα τραγούδια. Από αυτή την δεξαμενή υλικού άντλησε τόσο για το «Mercy» όσο και για το «POPtical Illusion».
Το «POPtical Illusion» όμως δεν είναι καθόλου το δεύτερο μέρος του «Mercy». Πριν από όλα λείπουν εντελώς οι αρκετές συμμετοχές και συνεργασίες εκείνου, εδώ ο John Cale ήταν μόνος του στο στούντιο με την επί σειρά ετών συνεργάτιδα του παραγωγό Nita Scott. Το κοινό στοιχείο αυτού του δίσκου και του προηγούμενου είναι η διάθεση του John Cale που – όπως δηλώνει και ο ίδιος στον τίτλο ενός τραγουδιού – είναι πολύ οργισμένος.
Ο ενορχηστρωτικός και ηχητικός κόσμος του «POPtical Illusion» είναι επίσης πολύ διαφορετικός από εκείνον του προηγούμενου album. Με την εξαίρεση του πιάνου του τα ακουστικά αλλά και ηλεκτρικά όργανα απουσιάζουν και στη θέση τους υπάρχουν πολλά περισσότερα ηλεκτρονικά και ικανές δόσεις θορύβου (noise). Κοινός παρονομαστής βέβαια εδώ και πολλά χρόνια στις εργασίες του η αγάπη του για το hip-hop το οποίο όμως δεν το αντιμετωπίζει σαν στιχουργική/θεματική φόρμα όπως τόσοι/ες άλλοι και άλλες αλλά σαν ένα ιδίωμα που αξιοποιεί την τεχνολογία ως δημιουργικό μέσο στην μουσική και ιδιαίτερα ως προς το ρυθμικό σκέλος της.
Ο John Cale είναι οργισμένος για όσα συμβαίνουν στην ανθρωπότητα και για σχεδόν όλα είναι υπαίτια η ίδια. Ταυτόχρονα όμως αγαπά πολύ τους ανθρώπους και εξακολουθεί να τους έχει εμπιστοσύνη. Για αυτό και υπό μιαν έννοια είναι υποχρεωτικά αισιόδοξος, προσβλέπει δηλαδή στο μέλλον και ελπίζει σε αυτό γιατί πολύ απλά δεν μπορεί παρά να είναι καλύτερο από το δυστοπικό και σχεδόν εφιαλτικό παρόν. Εξηγεί το γιατί στα τελευταία τραγούδια του δίσκου, αν μπορείς να «διαβάσεις» και το δεύτερο επίπεδο των στίχων.
Είναι φανερό και μόνον από τον τρόπο γραφής του τίτλου «POPtical Illusion» ότι ο John Cale βλέπει την μουσική του σήμερα σαν μια οπτική και όχι μόνον απάτη στην οποία ο ίδιος όχι απλά αρνείται να υποκύψει αλλά και θέλει να την συντρίψει. Αν και τον Μάρτιο συμπλήρωσε τα ογδόντα δύο αισίως χρόνια του διανύει την πιθανότατα πλέον δημιουργική αλλά και παραγωγική περίοδο του. Το επιφανειακά βραδυφλεγές αλλά στο βάθος ζέον από κάθε πλευρά «POPtical Illusion» είναι ένα ακόμα «χαμηλών τόνων» αριστούργημα του και η πολλοστή απόδειξη ότι για περισσότερο από μισόν αιώνα ήταν και παραμένει μια από τις σημαντικότερες και ταυτόχρονα κορυφαίες προσωπικότητες της σύγχρονης με κάθε έννοια της λέξης μουσικής. Τόσο που δεν μπορούμε παρά να ανυπομονούμε για τη συνέχεια, πολύ περισσότερο από οτιδήποτε θα κάνουν τόσοι/ες νεότεροι/ες του.
Τεράστιου μεγέθους μουσικός, ισχυρός διανοητής αλλά και μέγας ανθρωπιστής ο John Cale είναι ένα φαινόμενο ζωντάνιας, ενέργειας, διαύγειας και ακριβώς για αυτό και δημιουργικότητας. Απεριόριστος σεβασμός για κάποιον που τίμησε την μουσική και συνεχίζει να το κάνει πολύ περισσότερο από όσο η μουσική εκείνον.