Τα λέει όλα, ο Γιάννης Θανθούλης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
Θα έπρεπε να γράψετε ένα βιβλίο για τη μαμά». Κουβέντα από την Τζωρτίνα στα γενέθλια της Μαρινέλλας, πριν από χρόνια.
Το άκουσα, το ξέχασα. Δεν το πήρα αψήφιστα, αλλά ήξερα πως είμαι ακατάλληλος για βιογράφος, εξαιτίας του ύφους που γράφω. Καλώς ή κακώς. Από αλλού ξεκινώ και αλλού βρίσκομαι, παρεμβαίνει το θυμικό μου, νευριάζω με τους ήρωές μου, κάνω αυτά που κάνω, ώστε να μη συμπεριλαμβάνομαι στους τρέχοντες κολοσσούς της λογοτεχνίας. Δεν παραληρώ για τα αποδεκτά «πολιτικώς ορθά» και de facto απυρόβλητα μείζονα θέματα.
Με τέτοιον χαρακτήρα πώς να αναλάβω μια Μαρινέλλα, με την οποία ναι μεν μας συνδέουν μερικές ενδιαφέρουσες δεκαετίες, αλλά δεν θα μου προέκυπταν φωτοστέφανα και θαυμαστικές κορόνες για τον μελωδικό κόσμο της νύχτας.
«Ξέρετε, εγώ…» Έφερνα αντιρρήσεις, ξέροντας τον χαρακτήρα μου. Η άλλη πλευρά επέμενε: «Κάνετε λάθος…». «Μα είμαι ολόκληρος ένα κινούμενο λάθος», απαντούσα. Τελικά, ο βιογράφος «εάλω»…
«Εσύ με ξέρεις» ― η Μαρινέλλα.
«Εγώ σ’ αγαπώ, αλλά φοβάμαι ότι εσύ δεν με ξέρεις», απαντούσα.
Τσούλησε ένα διάστημα με «σε ξέρω», «δεν με ξέρεις», ώσπου να το πάρουμε απόφαση και να ξεκινήσουν τα μεσημεριανά συμπόσια εις μνήμην του Πλάτωνα και άλλων συγγενών ανάλογων συμποσιακών εμπειριών.
Έτσι προχωρήσαμε, φωτίζοντας με μεσημβρινό φως νύχτες ή και μέρες μιας ζωής από χώμα, φωνή, έρωτα, μόχθο και πολλή αγάπη. Κι έγινε ένα βιβλίο που, χωρίς να είναι a priori βιογραφία, άρχισε να μοιάζει με μυθιστόρημα δικό μου.
Aπόσπασμα από τη βιογραφία της Μαρινέλλας δια χειρός Γιάννη Ξανθούλη με τίτλο: «Οι Νύχτες που έγιναν μεσημέρια»
ΒΡΑΔΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΤΟΥ 1980, στο κέντρο «Νεράιδα» στο Καλαμάκι. Βρίσκομαι εκεί για να της πάρω συνέντευξη για την Ελευθεροτυπία. Εντολή της διεύθυνσης. Ψαρωμένος στα τραγουδιστικά αυτού του τύπου —προφανώς κάτι με τρόμαζε εξαιτίας της κοσμικής της δημοφιλίας—, προετοιμασμένος ωστόσο να αντιμετωπίσω το θηρίο. Παίρνω μάλιστα για παραθάρρια μαζί μου κι έναν φίλο, περπατημένο στη νυχτερινή Αθήνα. Είχα τρακ, λες και πήγαινα για οντισιόν στα Ελευσίνια Μυστήρια.
Να πω ότι ήμουν θαυμαστής των τραγουδιών της; Θα πω ψέματα. Σχεδόν τα αγνοούσα — κι ό,τι ήξερα ήταν κομματιαστά, από τα ραδιόφωνα των ταξί, παρόλο που το όνομά της έπαιζε σε πολλά και διαφορετικά ταμπλό. Ο Μίνως Βολανάκης, για παράδειγμα, κορυφαίος σκηνοθέτης, ήθελε να ανεβάσει μαζί της την Κάρμεν του Μπιζέ, ο Κάρολος Κουν ενδιαφερόταν να της αναθέσει ρόλο κορυφαίας σε τραγωδία, όπως άκουγα. Άλλωστε ήδη το προσωνύμιό της ήταν συνυφασμένο κατά κάποιον τρόπο με τον Ευριπίδη. Δηλαδή Μαρινέλλα ίσον «Εκάβη του τραγουδιού».
Σημασία είχε πως βρισκόμουν ανήσυχος στην παραλιακή «Νεράιδα», κατάμεστη από ένα καλοντυμένο κοινό, αφού αποτελούσε σημείο αναφοράς στη διασκέδαση των Αθηναίων και όχι μόνο. Ψίθυροι, γέλια, ευχάριστη αναμονή, οι μουσικοί είχαν πάρει θέση, ενώ από τη θάλασσα με ανακούφιζε ένα αλμυρό αεράκι.
Καθίσαμε κάπου διακριτικά κι ύστερα… μα δεν υπάρχει ύστερα, γιατί σταμάτησε ο χρόνος. Αναβόσβησαν τα φώτα για να μας προετοιμάσουν πως θα μας επιτεθεί —έτσι το ένιωθα—, η ορχήστρα ζωντάνεψε επικίνδυνα, κάνοντας εισαγωγή σε ρυθμό ντίσκο στο τραγούδι της Βέμπο «Σβήσε το φως»… κι ύστερα όρμησε στη σκηνή, διατάζοντας μέσα σε μια απόλυτα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα: «Σβήσε το φως κι έλα γείρε κοντά μου…».
Τολμώ να πω ότι το πήρα προσωπικά. Γνώριζα πως εκείνο τον καιρό μόλις είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος της με τραγούδια της θρυλικής Σοφίας, αλλά εδώ συνέβαιναν άλλα πράγματα. Το σοκ που υπέστην ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ηλεκτρική εκκένωση. Δεν μπόρεσα να μετρήσω τα λεπτά που ιερουργούσε σε ένα χιλιοακουσμένο τραγουδάκι. Θυμάμαι πως, όταν κατάλαβα ότι έπρεπε να χειροκροτήσω, έψαχνα να βρω τις παλάμες μου…
Πηγή: protothema.gr