Όπως λέει η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου «Όπως γνωρίζετε, μια σοβαρή ανθρωπιστική κρίση λαμβάνει χώρα στα σύνορα με το Μεξικό. Η κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτική μηδενικής ανοχής και έχει διατάξει τον διαχωρισμό των οικογενειών που φτάνουν ζητώντας άσυλο. Πράγμα που συνέβαινε ήδη και πρίν από την επίσημη εντολή. Χιλιάδες πσιδιά έχουν χωριστεί από τις οικογένειές τους, μεταξύ αυτών και μωρά που θήλαζαν και τα απέσπασαν από την αγκαλιά της μητέρας τους. Μου έτυχε να συνοδεύσω ενώπιον του δικαστηρίου ένα αγόρι ενός έτους χωρίς τους γονείς του. Κοιμησμένο στο καρότσι΄΄. Αυτά ήταν γνωστά στην κοινή γνώμη από τον Μάιο της περασμένης χρονιάς, όταν παρουσιάστηκε στην τηλεόραση το πρώτο ρεπορτάζ. Η αγανάκτηση εντός της χώρας ήταν ηχηρή, το ίδιο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Κανένας δεν έμεινε αδιάφορος μπροστά στις εικόνες παιδιών στριμωγμένων σε κλουβιά, ξαπλωμένων στο πάτωμα, βρόμικων, να κλαίνε. Στο τέλος η κυβέρνηση ενέδωσε στις πιέσεις και αναγκάστηκε να ακυρώσει την εντολή, όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν χιλιάδες ανήλικοι χωρίς τους γονείς τους. Η Σελένα ανέφερε ότι οι οικογένειες εξακολουθούν να χωρίζονται, με διάφορα προσχήματα και ότι υπήρχαν εκατοντάδες παιδιά σε κέντρα φιλοξενίας οι γονείς των οποίων δεν μπορούσαν να εντοπιστούν, επειδή δεν τηρούνταν ένα κατάλληλο αρχείο. Επίσης, υπήρχαν πόσες χιλιάδες ανήλικοι κρατούμενοι, που είχαν έρθει ασυνόδευτοι, και άλλοι τόσοι που συνέχιζαν να έρχονται».
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το προσφυγικό πρόβλημα δεν είναι προνόμιο της Μεσογείου. Συμβαίνει σε όλον τον πλανήτη. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβαίνει γιατί η πολιτική των ΗΠΑ είναι να στηρίζει εγκληματικά καθεστώτα στη Κεντρική και Νότια Αμερική. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, αναζητώντας αλλού μια καλύτερη ζωή. Αυτά είναι τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζεται το καινούργιο βιβλίο της Ιζαμπέλ Αλιέντε. Οπως γράφει η ίδια: «Μια ιστορία για τη βία, την αγάπη,τον ξεριζωμό και τη ελπίδα».
Από εκεί και πέρα αρχίζει η μυθοπλασία. Με την έμπειρη πένα της, η συγγραφέας ξεκινά το μυθιστόρημά της στη Βιέννη τον Νοέμβριο του 1938. Ολοι έχουμε ακούσει για την περίφημη νύχτα των κρυστάλλων. Μέσα σε ένα βράδυ η Εβραικής καταγωγής κοινωνία της Βιέννης τίθεται υπό διωγμό. Ανάμεσα σε αυτούς και η οικογένεια Αντλερ. Ο Ρούντολφ Αντλερ είναι γιατρός και μαζί με την γυναίκα του την Ράχελ και τον νεαρό γιό του τον Ζάμουιλ αποτελούν μέλη της αστικής βιενέζικης κοινωνίας. Μέσα σε ένα βράδυ γίνονται καταδιωγμένοι απόβλητοι. Οι γονείς καταφέρνου να βγάλουν εκτός Αυστρίας τον μικρό Ζάμουιλ και να τον σώσουν, ενώ οι ίδιοι πεθαίνουν σε καποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο εποχές είναι εμφανείς. Πολύ απλά η ιστορία απαναλαμβάνεται. Ο μικρός Ζάμουιλ σώζεται καταφεύγοντας στην Μεγάλη Βρεττανία κατ΄αρχάς, και αργότερα τον υιοθεεί ένα ζευγάρι Αμερικάνων. Καλλειεργεί το ταλέντο του στη μουσική και γίνεται ένας σπουδαίος μουσικός. Αυτό που έζησε όμως, σφράγισε την παιδική του ηλικία. Δεν ξεπερνιέται ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα, το 2019, η Ανίτα, είναι ένα κοριτσάκι 9 ετών, σχεδόν τυφλό, που για να το σώσει από τις εγκληματικές στρατιωτικές οργανώσεις που ισοπεδώνουν την ύπαιθρο της Βολιβίας , στηριζόμενες στις τοπικές κυβερνήσεις που στηρίζονται από τις ΗΠΑ, η μητέρα του προσπαθεί να το περάσει από τα σύνορα.
Φτάνοντας στα σύνορα με τις Ηνωμένες Πολιτείες οι τοπικές αρχές συλλαμβάνουν μάνα και κόρη και τις χωρίζουν. Η μητέρα εξαφανίζεται, έχοντας απελαθεί μάλλον κατ΄ευθείαν πίσω στην πατρίδα της ενώ η μικρή Ανίτα περνάει από ανάδοχες οικογένειες μέχρις ότου καταλήγει, μέσα από μια ανθρωπιστική οργάνωση στον σχεδόν ογδοντάχρονο πλέον Ζάμουιλ Αντλερ. Συνταξιούχο πιά καθηγητή μουσικής στο Μπέρκλευ. Οι μνήμες του Ζάμουιλ από την προσωπική του περιπέτεια ξυπνάνε, παραμένουν μέσα του ολοζώντανες παρά τα χρόνια που πέρασαν από τη δική του φυγή από την Ευρώπη, που , όχι μόνο αγκαλιάζει με την θέρμη ενός παππού το κοριτσάκι, αλλά κάνει σκοπό της ζωής του να το σώσει.
Η Ιζαμπέλ Αλιέντε έγραψε ένα δυνατό μυθιστόρημα, αναδεικνύοντας ένα από τα μεγάλα θέματα της εποχής μας: την μετανάστευση. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι φεύγουν από τον τόπο τους, διακινδυνεύοντας τις ζωές τους και αυτές των παιδιών τους; Όχι ασφαλώς επειδή δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν. Συνδέει την εποχή του ναζισμού στην Ευρώπη και των όσων ακολουθησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με αυτά που γίνονται σήμερα στην κεντρική και νότια Αμερική, όπου παραστρατιωτικές ομάδες, στηριζόμενες από τις τοπικές διεφθαρμένες κυβερνήσεις ερειμώνουν και ισοπεδώνουν ολόκληρες περιοχές σκοτώνοντας τους ντόπιους πληθυσμούς.
Και όπως αναφέρεται σε έναν διάλογο ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες του βιβλίου:
Η Σελένα είναι νοτιοαμερικάνα και ο Φρανκ Αμεικανός δικηγόρος:
«Η λύση δεν είναι να υψώνουμε τείχη και φυλακές, πόσο μάλλον να χωρίζουμε οικογένειες. Πρέπει να γίνει μεταρρύθμιση του μεταναστευτικού συστήματος και να βοηθήσουμε στην επίλυση των αιτίων που οδηγούν τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Κανένας δε θέλει να τα αφήσει όλα και να φύγει τρέχοντας, το κάνουν από απελπισία.
-Αυτό δεν εξαρτάται από την αμερικανική κυβέρνηση.
Οι Αμερικανοί προκαλούν μεγάλο μέρος της καταστροφής σε αυτές τις χώρες. Για να βάλουν τέλος στα αριστερά κινήματα όπλισαν, πατρονάρισαν και εκπαίδευσαν τους στρατιωτικούς και χρηματοδότησαν την καταστολή. Εδώ δικαιολογήθηκε ως εξάπλωση της δημοκρατίας, αλλά κάναμε το ακριβώς αντίθετο: ανατρέψαμε τις δημοκρατίες και επιβάλαμε βάναυσες δικτατορίες για να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα των αμερικανικών εταιρειών».
Πολύ εύκολα καταλαβαίνουμε γιατί και πως το τοπικό γίνεται παγκόσμιο. Οι αιτίες και οι αφορμές που προκαλούν τα προσφυγικά κύματα είναι πάντα και παντού οι ίδιες. Και η Ιζαμπέλ Αλιέντε έχει το ταλέντο και την συγγραφική εμπειρία για να αναδείξει το θέμα.
Η Ιζαμπέλ Αλιέντε γεννήθηκε το 1942 στο Περού και μεγάλωσε στη Χιλή. Είναι ανηψιά του Σαλβαδόρ Αλιέντε, Προέδρου της Χιλής την περίοδο 1970-1973. Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 42 γλώσσες κι έχουν πουλήσει πάνω από 74 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως. Μέσα από αυτά έχει στόχο να ψυχαγωγεί αλλά και να επιμορφώνει τους αναγνώστες της, συνδέοντας τις ιστορίες της με σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Εκτός από το συγγραφικό της έργο, ασχολείται ενεργά με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μετά τον θάνατο της κόρης της το 1992, ίδρυσε στη μνήμη της ένα ίδρυμα αφιερωμένο στην προστασία και τη χειραφέτηση των γυναικών και των παιδιών σε όλο τον κόσμο. Από το 1987 ζεί στην Καλιφόρνια, αλλά, όπως δηλώνει, βρίσκεται πάντα με το ένα πόδι στην Καλιφόρνια και με το άλλο στη Χιλή. Το 2014 ο Πρόεδρος Μπαράκ Ομπαμα την τίμησε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, τη σημαντικότερη διάκριση που απονέται σε πολίτη, ενώ το 2018 τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Διακεκριμένης Συνεισφοράς στα Αμερικανικλα Γράμματα από το Εθνικό Ιδρυμα Βιβλίου των ΗΠΑ.
Η μετάφραση είναι της Δέσποινας Δρακάκη.
Για το βιβλίο έγραψαν:
«Συγκινητικό και φιλόδοξο. Η Αλιέντε διερευνά το πως η βία, η μετανάστευση και η μισαλλοδοξία επηρεάζουν τα παιδιά σε τρείς ανόμοιες περιόδους της ιστορίας. Η συγγραφέας αντιμετωπίζει τις ιστορικές και τις σύγχρονες κρίσεις με λυρισμό και ενσυναισθηση». THE HARVARD CRIMSON.
«Η διττή αφηγηματική δομή δίνει ιστορικό βάρος στη σύγχρονη πλοκή, και η Αλιέντε δίνει πραγματικό βάθος στους χαρακτήρες της, ειδικά όταν περιγράφει τις θυσίες τους. Το αυθεντικό και συναισθηματικά οδυνηρό πόνημά της, είναι μια θριαμβευτική επιστροφή». THE PUBLISHERS WEEKLY.