«Ζούσε πραγματικά σαν συγγραφέας. Ήταν ο μόνος συγγραφέας που ήξερα που ζούσε τόσο συγγραφικά» είχε πει σε μια συνάντησή μας ο Γιάννης Ξανθούλης για τον Βασίλη Βασιλικό. Πολυγραφότατος και ένας από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς, ο Βασιλικός υπήρξε καθρέφτης της εποχής του μέσα από το πλούσιο έργο του (υπήρξε ενεργός εκδοτικά από το 1949) και την διεισδυτική γραφή του. Σταθμός στην πορεία του υπήρξε το βιβλίο «Ζ» το οποίο στάθηκε αφορμή και μέσα από την κινηματογραφική του μεταφορά του Κώστα Γαβρά με ένα πολύ σημαντικό διεθνές καστ (Ιβ Μοντάν, Ζαν Λουί Τρεντινιάν, Ζακ Περέν, Ειρήνη Παππά) να γίνει γνωστή σε όλο τον κόσμο η υπόθεση δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη από το παρακράτος.
Ο Βασίλης Βασιλικός υπήρξε προσωπικότητα διεθνούς βεληνεκούς, εξού και κατάφερε να συνομιλήσει σε συγγραφικό αλλά και ανθρώπινο επίπεδο με σπουδαίους ανθρώπους που όρισαν μια ολόκληρη εποχή. Τον αποχαιρετούμε μέσα από αποσπάσματα που επιλέξαμε από την αυτοβιογραφία του «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» η οποία κυκλοφόρησε στην οριστική εκδοχή της το 2021 από τις εκδόσεις Κέδρος.
«Δεν θυμάμαι τίποτε από τα παιδικά μου χρόνια. Τίποτα πέρα απ’ αυτά που μου έχουν διηγηθεί: ότι μου αρέσαν τα βραχιόλια της γιαγιάς μου της Μαριγούλας, όταν ερχόταν και τα βροντούσε δίπλα από την κούνια μου, ότι έτρωγα πέτσινα λουριά από ζώνες και βαλίτσες όπου μου άρεσε να κρύβομαι, ότι, όταν με χτύπησε με τη φτερούγα του το φορτηγό, γύρισα ματωμένος στο σπίτι κι ανέβηκα από το υπόγειο, μέσα από την γκλαβανή, για να μη με δει η μάνα μου και πάθει».
«Η Φαλάτσι, πιστεύω, υπήρξε πράγματι ερωτευμένη με τον Αλέκο (Παναγούλη). Κι ο Αλέκος, για ένα μεγάλο διάστημα, ύστερα από μια τετραετία στα μπουντρούμια, ήταν πράγματι μαγνητισμένος από αυτήν. Η σχέση τους σιγά σιγά χάλασε κυρίως από την εμπάθεια της Οριάνα σε ό,τι δημοκρατικό, αλτρουιστικό, σοσιαλιστικό ιδεώδες ο Αλέκος αντιπροσώπευε. […] Πρωτομαγιά ήμουν στον Πόρο, στο Λεμονοδάσος. Από το τρανζίστορ κάποιου περαστικού έμαθα τα θλιβερά μαντάτα. “Ο κύρης μου σκοτώθηκε στης ερημιάς τη στράτα”. Έτρεξα στο ξενοδοχείο. […] Σε δυο μέρες πληθώρα τηλεγραφημάτων, από τους τριάντα τρεις εκδότες μου του “Z”, μου ζητούσαν το καινούργιο “Z”, για τον Παναγούλη. Με πλήρωναν προκαταβολικά όσα λεφτά ήθελα. Ο λόγος που τους έπιασε αυτό το αμόκ ήταν ένα σκίτσο που δημοσιεύτηκε στο πρωτοσέλιδο στη Le Monde, την εφημερίδα, δείχνοντας ένα Mirafiori να ντεραπάρει και τα λάστιχα να γράφουν στην άσφαλτο ένα ζιγκ ζαγκ στο σχήμα του Ζ».
«Την περίοδο που υπηρετούσα στον στρατό, γνώρισα και τη Μιμή σε ένα πάρτι του Μένη Κουμανταρέα, που τότε ήταν ναύτης. Από τους πιο τσαρουχικούς ναύτες που υπήρχαν. Με τον Μένη είχαμε γίνει φίλοι από παλιά, από την παρέα του Μάνου Χατζιδάκι. Ο Μένης έγραφε, μα δεν δημοσίευε τα γραπτά του. Ήμασταν τότε ένα αχώριστο τρίο: ο Μένης, ο κριτικός Κρίτων Χουρμουζιάδης κι εγώ. Κοντά μου βρισκότα κι ο Χριστόφορος Μάλαμας».
«Στο Φρίσκο είχα γνωρίσει τον Λόρενς Φερλινγκέτι, ποιητή της γενιάς των beat και ιδιοκτήτη του μικρού βιβλιοπωλείου City Lights. Αυτός είχε γράψει τον ύμνο για τον Φιντέλ Κάστρο, σαν είδος χαιρετισμού, θέλοντας να γεφυρώσει τη θάλασσα που τους χώριζε, και μου το είχε δώσει. […] Στη Νέα Υόρκη είχα γνωρίσει και τον Γκίνσμπεργκ, τον Αμερικανοεβραίο ποιητή, γνήσιο απόγονο, ποιητικό του Γουίτμαν. Καθώς με πήγαινε σπίτι του, παντού στον δρόμο έβλεπε αγγέλους. Σαν ραβίνος έμοιαζε. Στο σπίτι ζούσε με πολλές γάτες»
«Ως το 1970 όσα είχα ζήσει ήταν όλα σκληρά, καινοφανή και σκληρά, χωρίς περιθώρια υποχώρησης. Ο πόλεμος, ο Εμφύλιος, η πλύση εγκεφάλου επί Εμφυλίου που υποστήκαμε εμείς ως έφηβοι, η ανοικοδόμηση του Καρμανιόλα, τα πρώτα χρόνια του ’60, με τους δίδυμους φόνους Λαμπράκη και Κέννεντυ, η διετία μιας δημοκρατικής ανακούφισης που λειτούργησε ως οφθαλμαπάτη, διότι η στρουθοκάμηλος έβγαλε το κεφάλι της από την άμμο μόνο και μόνο για να την αποκεφαλίσουν ευκολότερα κατόπιν, η αποστασία, η δίωξη των νέων αριστερών, η Χούντα έπειτα, ως την ημι-παραδοχή της από τον πληθυσμό, όλα αυτά συνέβησαν ώσπου να μπει η δεκαετία του ’70».
«Τα βράδια στου Τσιτσάνη είχαν ένα τελετουργικό. Εγώ, που παραπονιέμαι τώρα ότι δεν κοιμήθηκα, δεν περνούσε μέρα χωρίς να γυρίσω στις έξι τα ξημερώματα στο σπίτι. Βέβαια, το σπίτι μας ήταν στην Καισαριανή, δίπλα από το Χάραμα, το κέντρο όπου τραγουδούσε ο Βασίλης, και ως δικαιολογία είχαμε, για να πηγαίνουμε συχνά, ότι ο θόρυβος από τα κλαμπατσίμπαλα ήταν προτιμότερος από μέσα παρά απέξω».
«Τελικά, έχω κέφια απόψε, φαίνεται. Το μπάνιο, για να βγάλω τη λίγδα και τη στενοχώρια της ημέρας, με ανακούφισε. Κελαηδώ στα πλήκτρα της ηλεκτρονικής μηχανής μου. Τέτοια ευδία. Με τη σκέψη και μόνο ότι αύριο μπορεί να μην είμαι πια εδώ».
ΠΗΓΗ:koutipandoras.gr