ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ
«Η καρδιά του σκότους»
Μτφρ: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδ. ΔΩΜΑ, 2023, Σελ. 145
Υπάρχουν βιβλία και βιβλία. Καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν είναι ανάγκη να διαβάσεις παραπάνω από δέκα. Τα υπόλοιπα είναι σαν σκυλιά που σε οδηγούν στη δεκάδα. Η νουβέλα του Κόνραντ, τόσο ηλικιωμένη και νέα, είναι σίγουρα ένα από εκείνα τα κρίσιμα βιβλία. Κρίσιμα επειδή αν δεν τα διαβάσεις, τη γλίτωσες. Αν τα διαβάσεις, την πάτησες. Πρόκειται για βιβλία που έρχονται από το κέντρο της Γης. Τι άλλο να πω; Κανονικά θα έπρεπε να σταματήσω εδώ και να στείλω στην εφημερίδα το πιο σύντομο κριτικό σημείωμα που έχω γράψει, για ένα βιβλίο που στην πραγματικότητα δεν διαβάζεται. Αφού είναι αδύνατον να διαβάσουμε την «Καρδιά του σκότους». Είναι πάρα πολύ κοντά στη δική μας καρδιά κι έτσι, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, μπερδεύεται ο χτύπος μας με τον σφυγμό των σελίδων της.
Προσποιούμαστε, λοιπόν, πως περνάμε από τη μία σελίδα στην άλλη, ακολουθώντας την αφήγηση του Μάρλοου, ενώ τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. Ποιος έχει την αντοχή να διαβάσει ένα τόσο πυκνό και σκοτεινό γραπτό; Ο Κόνραντ το έφτιαξε με τέτοιο τρόπο που να μοιάζει με ζούγκλα, μαύρη και πυρετώδης, με αποτέλεσμα η ανάγνωση να θυμίζει ένα βασανιστικά αργό ταξίδι πάνω σ’ ένα τρύπιο ατμόπλοιο που ανεβαίνει το ποτάμι: αυτό το «βουβό πράγμα», όπως το αποκαλεί ο Μάρλοου. «Βουβό», επειδή έχει την όψη ενός σιωπηλού δαίμονα που θερίζει. «Πράγμα», επειδή νομίζεις πως μπορείς να το κρατήσεις στα χέρια σου. Αλλά δεν μπορείς.
«Αποκάλυψη τώρα»
Μια «φευγαλέα εικόνα», κέρβερος στη θύρα της κόλασης, φάντασμα, σκιά. Οπωσδήποτε, κάτι περισσότερο από τον ιδρωμένο Μπράντο που ξύνει το κρανίo του κοιτώντας τη φωτιά.
Είναι απολύτως φυσιολογικό που ο σύγχρονος κόσμος προτιμάει μια πιο μαλακή εκδοχή της «Καρδιάς του σκότους», την κινηματογραφική εκδοχή της. Γιατί, όσο αποκαλυπτική ταινία είναι το «Αποκάλυψη τώρα», άλλο τόσο είναι δεσμευμένη στις συμβάσεις του αμερικανικού σινεμά: φοίνικες που καίγονται από ναπάλμ καθώς κάποιος μετράει χρήματα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο που μυρίζει μούχλα. Και για να είμαι ειλικρινής, τις προάλλες που την είδα ξανά, μου φάνηκε σαν ένα καλό αντίγραφο του «Αγκίρε». Μόνο που η ευφυΐα του Κόπολα ξεπέρασε την τρέλα του Χέρτσογκ. Κατάφερε να μεγαλώσει την κλίμακα των εικόνων του, γεμίζοντας το φιλμ με φλυαρίες, ευπρόσδεκτες από το πλατύ κοινό. Κανείς δεν θέλει ένα αιχμηρό βέλος στο στομάχι του.
Ο Κόπολα, όμως, διέπραξε ένα φοβερό λάθος. Κατέστρεψε την αόρατη υπόσταση ενός χαρακτήρα που έπρεπε να παραμείνει χαμένος στην ελεύθερη ζώνη της λογοτεχνίας, η οποία ορίζεται από την υπαινικτική υπόσταση των λέξεων. Εδωσε σάρκα και οστά στον Κουρτς. Εβαλε τον ιδρωμένο Μπράντο να ξεστομίζει αμπελοφιλοσοφίες περί ηθικής, μασουλώντας χαρούπια, με την ξέπνοη φωνή ενός καλοπληρωμένου ηθοποιού. Ή όπως είχε γράψει ο Σαμ Σέπαρντ, ίσως με κάποια δόση ζήλιας: «Ο Μπράντο έτριβε το ξυρισμένο κεφάλι του σαν να ήταν σκυλάκι και κοιτούσε τη φωτιά. Είχα την αίσθηση ότι ήταν περήφανος για το σχήμα του κρανίου του». Μια σκηνή ανθολογίας, αθάνατη.
Ποιος είναι τελικά ο Κουρτς; Μια «φευγαλέα εικόνα», μία από εκείνες τις φιγούρες που συναντάς στη λογοτεχνία και είναι κέρβερος στη θύρα της κόλασης, φάντασμα με κόκαλα, κόκαλα ή ελεφαντόδοντα που ξεβράζει το ποτάμι, σκιά. Κάποιος που σου υπενθυμίζει πως επειδή ζεις, πεθαίνεις. Και την ίδια στιγμή είναι ο πατέρας σου, η μάνα σου, τ’ αδέλφια σου, οι φίλοι, οι εραστές και οι εχθροί σου. Βασικά, είναι τ’ ομοίωμά σου που ψελλίζει την τελευταία σου λέξη: «Φρίκη». Γι’ αυτό θυμώνω με τον Κόπολα. Η φρίκη δεν έχει πρόσωπο, δεν μοιάζει με κάτι, δεν γίνεται σαφής εικόνα. Η φρίκη απλώς είναι.
Αναζήτηση
Ο Μάρλοου ψάχνει τον Κουρτς στον πιο μη γήινο τόπο της Γης. Φεύγει από το Λονδίνο. Πηγαίνει στις Βρυξέλλες και μπαρκάρει για να τον βρει. Γιατί ψάχνει τον Κουρτς, τον καλύτερο έμπορο ελεφαντόδοντου της Εταιρείας; Επειδή είναι ένας άγριος, σοφός, ηλίθιος θεός που σέβονται όλοι; Δεν ξέρει. Και αυτό είναι το κλειδί της νουβέλας του Κόνραντ. Γιατί, αν κάποιος τολμήσει να απαντήσει στην παραπάνω ερώτηση, είναι υποχρεωμένος να απαντήσει σε μια λίστα ερωτημάτων. Πόσο τρόμο αντέχεις; Πόσο πάθος αντέχεις; Πόσους συμβιβασμούς αντέχεις; Πόση γαλήνη αντέχεις; Πόση παραφορά, έκσταση, βία, ανία, θλίψη, πλήξη, χάος, άγχος, αγωνία; Πόσο ποταμίσιο νερό τολμάς να καταπιείς; Αυτή είναι η ιστορία της νουβέλας και αυτό είναι το ποτάμι.
Να γιατί δεν μπορούμε να διαβάσουμε το βιβλίο. Επειδή κάθε σελίδα του γέρνει ύπουλα και αφήνει τα μάτια μας να κυλήσουν έξω από το βιβλίο, σε ό,τι θεριεύει γύρω του, σαν ζούγκλα: καθημερινότητα, χρήματα, εξουσία, φιλοδοξία, αγάπη, μίσος, υγεία, θάνατος, φόβος για το μέλλον, μανία με το παρόν, ενοχή για το παρελθόν, αίμα, τρόμος. Ακόμη και τ’ όνομα Κουρτς έχει τρομακτικό ήχο. Σαν κλαδί που σπάει και πέφτει στην άβυσσο. Είμαστε στην άβυσσο λοιπόν;
Δεν ξέρω τι άλλο να γράψω. Ξύνω το κεφάλι μου, μα δεν κατεβαίνει καμία ιδέα. Ούτε καν βγάζω τα γράμματά μου από τις γρήγορες σημειώσεις που έχω κρατήσει στο περιθώριο των σελίδων: «Φανταστείτε έναν άνθρωπο να σέρνει μαζί του, στο πουθενά, ένα τέτοιο βιβλίο και να το μελετά. Και να κρατάει σημειώσεις. Και μάλιστα κρυπτογραφημένες! Ασύλληπτο μυστήριο». Στο τέλος, το μόνο που μου μένει από τη νουβέλα είναι ο Μπράντο. Ο χρυσός του όγκος, το σκοτάδι του.
Πηγή kathimerini.gr