Ένα άλμα προς τον Παράδεισο, ίσως είναι μια από τις πιο ακριβές ανθρώπινες επιθυμίες. Στις τρείς ιστορίες που αποτελούν το «Πρός τον Παράδεισο» της Hanya Yanagihara,οι ήρωες ,στο τέλος κάθε ιστορίας, αυτό ακριβώς κάνουν. Ένα άλμα προς τον Παράδεισο. Τον δικό τους Παράδεισο. Και αρχίζοντας από τα βασικά ,να πούμε ότι η όλη σύλληψη και εκτέλεση αυτού του μυθιστορήματος από τη συγγραφέα είναι σχεδόν μεγαλοφυής.
Τρεις διαφορετικές χρονικά ιστορίες που με έναν μαγικό τρόπο ενώνονται στο τελευταίο μέρος του βιβλίου. Η πρώτη ιστορία διαδραματίζεται το 1893, στην Πλατεία Ουάσινγκτον, στη Νέα Υόρκη. Η δεύτερη ιστορία το 1993 στα νησιά της Χαβάης και στη Νέα Υόρκη. Το τρίτο μέρος, αυτό που φωτίζει όλο το μυθιστόρημα, διαδραματίζεται το 2093 σε μια δυστοπική Νέα Υόρκη. Μια ιστορία ανά 100 χρόνια που είναι μια ασφαλής απόσταση για τη συγγραφέα για να δείξει τις αλλαγές που γίνονται στην ανθρωπότητα.
Η πρώτη ιστορία περιγράφει την Νέα Υόρκη του 1893. Μια Νέα Υόρκη της ανώτατης τάξης, που παραπέμπει ,ακόμα και στην ονομασία-Πλατεία Ουάσινγκτον-, στον Χένρι Τζέιμς. Πολύ απλουστευτικά έχουμε μια ιστορία αγάπης σε έναν κόσμο διαφορετικό απ’ ότι υπήρξε στην πραγματικότητα, με τους γάμους μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλλου όχι μόνο να είναι αποδεκτοί, αλλά και σχεδόν επιβεβλημένοι. Μια ιστορία αγάπης που τελειώνει με το άλμα του κεντρικού ήρωα προς τον Παράδεισο, τον δικό του Παράδεισο, αφού αρνείται την περιουσία και την εξασφάλιση που του δίνει η οικογένειά του, για να ζήσει αυτό που επέλεξε ο ίδιος, μακριά ,στην Καλιφόρνια.
«Και αν λοιπόν αυτά ήταν τα Ουράνια; Θα το ήξερε αν ήταν; Ηξερε όμως ότι δεν ήταν αυτά απ’ όπου ερχόταν: αυτά ήταν τα Ουράνια κάποιου άλλου, δεν ήταν όμως τα δικά του. Τα δικά του Ουράνια ήταν κάπου αλλού, δεν θα ξεπρόβαλλαν όμως μπροστά του. Μάλλον θα έπρεπε να τα βρεί ο ίδιος. Πράγματι, αυτό δεν ήταν τον είχαν μάθει, τον είχαν κάνει να ελπιζει όλη του τη ζωή; Τώρα ήταν η ώρα της αναζήτησης. Τώρα ήταν η ώρα της γενναιότητας. Τώρα έπρεπε να φύγει μόνος. Ετσι, θα στεκόταν εδώ για μια στιγμή ακόμα, η τσάντα βαριά στο χέρι του, και μετά θα έπαιρνε μια ανάσα, και μετά θα έκανε το πρώτο του βήμα: το πρώτο του βήμα προς μια νέα ζωή. Το πρώτο του βήμα-προς τον Παράδεισο».
Εκατό χρόνια μετά, είμαστε στο 1993 πιά, το σκηνικό παραμένει το ίδιο: το Μέγαρο της πλατείας Ουάσινγκτον παραμένει στη θέση του αλλά άλλοι είναι οι άνθρωποι που το κατοικούν. Είναι ήδη η εποχή του Aids, η εποχή που άλλαξε τις ζωές και την επικοινωνία των ανθρώπων. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης είναι παρούσα στις ζωές των ανθρώπων, όμως ο πρωταγωνιστής με καταγωγή από την Χαβάη, θυμάται την ιδιαιτερότητα του νησιού που γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα του χρόνια. Μια ευθεία αναφορά στην ίδια την συγγραφέα που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Χαβάη. Η πορεία και αυτή τη φορά είναι η ίδια. Απόδραση από την Νέα Υόρκη και επιστροφή στην Χαβάη, εκεί που ο πρωταγωνιστής έζησε τα πρώτα του βιώματα και τα κουβαλάει πάντα μέσα του.
«Ετσι λοιπόν απόψε, όταν σκοτεινιάσει και αυτό το μέρος ολόγυρά μου βουβαθεί, θα σηκωθώ, θα ξανακάνω τη διαδρομή μου ως τον κήπο, και αυτή τη φορά θα βγώ από την πίσω πόρτα έξω στον κόσμο. Ηδη βλέπω τις δεντροκορφές, μαύρες στον σκούρο ουρανό. Ηδη μυρίζω το τζίντζερ ολόγυρά μου. Εκαναν λάθος: δεν είναι πολύ αργά, δεν είναι πολύ αργά εντέλει. Και τότε θ’ αρχίσω να περπατώ- όχι προς το σπίτι της μητέρας μου, όχι προς το Λίπο-βάο-ναχέλε, μα προς κάπου αλλού, προς τον ίδιο τόπο όπου ελπίζω ότι έχεις πάει, και δεν θα σταματήσω, δεν θα χρειαστώ ανάπαυση, όχι ώσπου να φτάσω εκεί, ώσπου να κάνω όλον τον δρόμο προς εσένα, όλον τον δρόμο προς τον Παράδεισο»..
Και φτάνουμε στην τρίτη ιστορία, στο τρίτο μέρος του βιβλίου, που με έναν μαγικό τρόπο ενώνει τα κρυμμένα νήματα που το συνδέουν με τα προηγούμενα. Είμαστε στο 2093, σε μια δυστοπική Νέα Υόρκη, σε μια εποχή που ο επιδημίες και οι καραντίνες διαδέχονται η μία την άλλη. Ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν υπάρχει, οι άνθρωποι ζούν με υποκατάστατα τροφίμων, το Σέντραλ Παρκ έχει σκεπαστεί και λειτουργεί ως εργαστήριο όπου γίνονται πειραματικές καλλειέργειες και οι ανθρώπινες ελευθερίες έχουν κατασταλεί. Οι άνθρωποι πιο πολύ μοιάζουν με ρομποτ που τους έχουν ανατεθεί συγκεκριμμένες εργασίες, παρά με ανθρώπους. Μόνο αν το διαβάσει κανείς, θα μπορέσει να καταλάβει προς τα πού πάει, κατά την συγγραφέα, η ανθρωπότητα. Και, βέβαια, αυτό δεν έγινε απότομα. Εχει προηγηθεί η μεγάλη πανδημία του 2073, που προετοίμασε το έδαφος για όλα όσα ακολούθησαν: η επιστήμη και ο κόσμος όλος ασχολείται πιά μόνο με την αντιμετώπιση των πανδημιών που ξεσπούν κάθε τόσο. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, κάθε διαφορετική ανθρώπινη έκφραση έχει κατασταλλεί.
«Κι έπειτα, ξαφνικά, είναι πολύ αργά.Ολο αυτό το διάστημα, ενώ κοιμόσουν, ενώ δούλευες,ενώ έτρωγες βραδινό ή διάβαζες στα παιδιά σου ή μιλούσες με τους φίλους σου, οι πύλες κλειδώνονταν, οι δρόμοι φράσσονταν, οι ράγες του τρένου αποξηλώνονταν, τα καράβια αγκυροβολούσαν , τα αεροπλάνα άλλαζαν πορεία. Μια μέρα, κάτι συμβαίνει, ίσως και κάτι ήσσον, ας πούμε η σοκολάτα εξαφανίζεται από τα μαγαζιά, ή συνειδητοποιείς ότι δεν υπάρχουν πλέον παιχνιδάδικα σ’ ολόκληρη την πόλη, ή βλέπεις την παιδική χαρά απέναντι να καταστρέφεται, το πλέγμα αναρρίχησης να διαλύεται και να φορτώνεται σ’ ένα φορτηγό, και καταλαβαίνεις ξαφνικά ότι κινδυνεύεις: ότι η τηλεόραση δεν πρόκειται να ξανάρθει. Ότι το ίντερνετ δεν πρόκειται να ξανάρθει. Ότι, παρόλο που τα χειρότερα με την πανδημία πέρασαν, ακόμη χτίζονται στρατόπεδα. Οτι όλα όσα υποψιαζόσουν γι’ αυτή τη χώρα- ότι η Αμερική δεν ήταν για όλους. Ότι δεν ήταν για ανθρώπους σαν εμένα ή ανθρώπους σαν κι εσένα».
Μια συγκλονιστική απεικόνιση από ένα μέλλον που έρχεται τρέχοντας, μόνο που εμείς, προς το παρόν τουλάχιστον, θέλουμε να το αγνοούμε γιατί δεν είναι και πολύ ευχάριστο. Ένα μέλλον που θυμίζει μια επιστροφή στον Μεσσαίωνα.
Αντιγράφω κάτι που ,ανάμεσα στα πολλά που γράφτηκαν γι’ αυτό το βιβλίο, λέει:«Αυτά τα τρία μέρη ενώνονται σε μια συναρπαστική και μεγαλοφυή συμφωνία, καθώς επαναλαμβανόμενες νότες και θέματα βαθαίνουν και εμπλουτίζουν το ένα το άλλο: ένα σπίτι στο πάρκο της πλατείας Ουάσινγκτον του Γκρίνουιτς Βίλατζ. Η αρρώστεια και οι θεραπείες που έχουν φρικτό τίμημα. Ο πλούτος και η εξαθλίωση. Οι αδύναμοι και οι δυνατοί. Η φυλή. Ο ορισμός της οικογένειας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Η επικίνδυνη ηθικολογία των ισχυρών και των επαναστατών. Η λαχτάρα για μια θέση σε έναν επίγειο παράδεισο και η σταδιακή συνειδητοποίηση ότι αυτός δεν γίνεται να υπάρξει. Αυτό που ενώνει όχι μόνο τους χαρακτήρες αλλά και αυτές τις Αμερικές είναι η αναμέτρησή τους με τα χαρακτηριστικά που μας κάνουν ανθρώπους: Τον φόβο. Την αγάπη. Την ντροπή. Την ανάγκη. Τη μοναξιά»
Το «Προς τον Παράδεισο» είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα από τη στιγμή που κυκλοφόρησε. Πολυδιάστατο, ανθρώπινο, μεγαλοφυές. Εκτός όλων των άλλων είναι αξιοθαύμαστη η τεχνική της συγγραφέως να ενώσει θραύσματα ιστοριών των τελευταίων τριακοσίων χρόνων και να ενσωματώσει στον κεντρικο πυρήνα του μυθιστορήματος. Και είναι, επιτέλους, ένα σοβαρό βιβλίο, που περιγράφει τις συνέπειες της πανδημίας και του εγκλεισμού που βιώσαμε και εμείς στο πρόσφατο παρελθόν, ενώ ταυτόχρονα μας χτυπάει το καμπανάκι κινδύνου για το μέλλον που έρχεται.
Η μετάφραση είναι της Μαρίας Ξυλούρη.